- αποψήφισις
- ἀποψήφισις, η (Α)1. αθώωση κατηγορουμένου2. στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων3. απορριπτική ψήφος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποψήφισις — acquittal fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποψηφίσεις — ἀποψήφισις acquittal fem nom/voc pl (attic epic) ἀποψήφισις acquittal fem nom/acc pl (attic) ἀποψηφίζομαι vote away from aor subj act 2nd sg (epic) ἀποψηφίζομαι vote away from fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποψηφίσεσιν — ἀποψήφισις acquittal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποψήφισιν — ἀποψήφισις acquittal fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)